- Ἑλληνιστῶν
- Ἑλληνιστήςone who uses the Greek languagemasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Gennadĭus — Gennadĭus, 1) G., im 5. Jahrh. Presbyter in Marseille, starb nach 495; er gehörte zu den Pelagianern u. war bes. ein Gegner der Augustinischen Prädestinationslehre; von seinen Schriften sind erhalten: Fortsetzung von Hieronymus De viris… … Pierer's Universal-Lexikon
Kodrĭkus — Kodrĭkus, Panagiotakis, geb. um die Mitte des 18. Jahrh. in Athen, ging, nachdem er seine wissenschaftlichen Studien in seiner Heimath vollendet hatte, nach Constantinopel, wo er die Gunst der Fanarioten gewann, u. wurde in Folge davon nach 1790… … Pierer's Universal-Lexikon
Γρηγορόπουλος — I Επώνυμο κωδικογράφων και λογίων του 15ου αι. από την Κρήτη. 1. Γεώργιος. Ιερωμένος που έζησε στον Χάνδακα (σημερινό Ηράκλειο) και ήταν οπαδός της ένωσης της Ανατ. και της Δυτ. Εκκλησίας. 2. Δημήτριος. Διετέλεσε διορθωτής των εκδόσεων των… … Dictionary of Greek
Εβδομήκοντα, μετάφραση των- — Η μετάφραση του εβραϊκού κειμένου της Παλαιάς Διαθήκης στην ελληνική γλώσσα, που έγινε –σύμφωνα με την παράδοση– από ομάδα 72 ελληνιστών Ιουδαίων. Πήρε την ονομασία των Ε. για χάρη συντομίας και παριστάνεται συμβολικά με το γράμμα Ο’. Είναι η πιο … Dictionary of Greek
Μηνωΐδης, Μηνάς — (Βέροια ή Έδεσσα 1790 – Παρίσι 1860). Λόγιος. Δίδαξε αρχικά στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε έπειτα στο Παρίσι, όπου διορίστηκε διερμηνέας στο υπουργείο Εξωτερικών. Εξαιτίας της πολυμάθειας και του ακέραιου χαρακτήρα του, κέρδισε την αγάπη και την… … Dictionary of Greek
Νεκρά Θάλασσα — (αραβ. Al – Bahr, εβρ. Yam ha – Melah). Λιμναία λεκάνη (1.020 τ. χλμ.) της Παλαιστίνης, στο βαθύπεδο του Ελ Γορ. Ανήκει στην Ιορδανία, εκτός από το νοτιοδυτικό τμήμα που ανήκει στο Ισραήλ. Bρίσκεται περίπου 395 μ. κάτω από την επιφάνεια της… … Dictionary of Greek
Νικάνωρ — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Φίλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου (4ος αι. π.Χ.). Όταν ο Αλέξανδρος εξαπέλυσε την εκστρατεία του στην Ασία, του ανέθεσε αρχικά τη διοίκηση της Αλεξάνδρειας και της περιοχής που ήταν πέρα από τον Ινδό… … Dictionary of Greek
Οικονομόπουλος, Διονύσιος — (Πάτρα 1830 –Κάιρο 1890). Γιατρός, δημοσιογράφος και συγγραφέας. Καταγόταν από τη Λέρο. Το 1860 ίδρυσε στο Ναύπλιο το περιοδικό Ιατρός του Λαού, του οποίου την έκδοση συνέχισε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το 1862, ως παράρτημα της εβδομαδιαίας… … Dictionary of Greek